Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2013

Timeline της αρχαίας ελληνικής ιατορίας



Η παρούσα χρονογραμμή παρουσιάζει τμήμα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας μεταξύ των περιόδων της Ύστερης Ελλαδικής και Ελληνιστικής (1200π.Χ - 31π.Χ). Ιδιαίτερη σημασία δίνεται σε ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τις περιόδους αυτές, όπως η Μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ κατά την κλασική περίοδο. Επίσης, παρουσιάζονται δείγματα τέχνης, όπως αγγεία της Γεωμετρικής περιόδου (1050- 700 π.Χ). Σκοπός της εργασίας αυτής είναι να αποτελέσει μια υποδειγματική επιτομή της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας.

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2013

Όσο μπορείς ..



Μια παραγωγή του Αρχείου Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση σε σενάριο Σοφίας Βγενοπούλου και σκηνοθεσία Γρηγόρη Ρέντη. Το «Όσο μπορείς» είναι εμπνευσμένο από το ομότιτλο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη. Γυρίστηκε στο Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Αθηνών.


ΔΙΟΛΚΟΣ ΓΙΑ 1500 ΧΡΟΝΙΑ





Μια ταινία 22 λεπτών, δημιουργημένη με το σύστημα του animation (εικονοκινητική τεχνική) αναπαριστά με μοναδικό τρόπο το εξαιρετικό μνημείο τεχνικού πολιτισμού της αρχαίας Ελλάδας, τον Δίολκο: μια οδό από ξηράς για την μεταφορά πλοίων ανάμεσα στον Σαρωνικό και τον Κορινθιακό κόλπο κατά μήκος του Ισθμού της Κορίνθου, τότε που δεν υπήρχε ο πορθμός.

Η ταινία παρουσιάζει πολλές άλλες τεχνολογικές λεπτομέρειες, αλλά σκηνές της ζωής των ναυτικών εκείνης της μακρινής εποχής: τυχερό παιχνίδι, επίσκεψη στον ναό του Ποσειδώνα, γλέντι σε καπηλειό, καθώς και μια συναισθηματική συντυχία Πρόκειται για ένα έργο-συμβολή στην μελέτη της αρχαίας ελληνικής Τεχνολογίας, μια παραγωγή του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας σε συνεργασία με την Εταιρεία Μελέτης Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας.

Δημιουργοί της ταινίας είναι οι Θ.Π. Τάσιος, Ν. Μήκας, Γ. Πολύζος, οι οποίοι έχουν λάβει ως τώρα δύο βραβεία: Καλύτερης ταινίας αναφερόμενης στην αρχαιότητα στο 5ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στην Κύπρο (Νοέμβριος 2009) και Καλύτερης εκπαιδευτικής ταινίας στην 8η Διεθνή Συνάντηση Αρχαιολογικής Ταινίας του Μεσογειακού Χώρου στην Αθήνα (Μάιος 2010)


Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Ο πόλεμος της σταφίδας

Ο πόλεμος της σταφίδας - γνώμες - Το Βήμα Online


Πώς η Ελλάδα του 1899 περίμενε τον 20ό αιώνα


της Αρώνη-Τσιχλή Καίτη

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 18/04/1999
Με την άφιξη του 1899 είχε ήδη ανατείλει το έβδομο έτος από την έναρξη της μεγάλης σταφιδικής κρίσης που έπληξε, κατά κύριο λόγο, τους σταφιδοκαλλιεργητές καθώς και όλα τα κοινωνικά στρώματα στις σταφιδοπαραγωγούς περιοχές της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου στο τέλος του προηγούμενου αιώνα. Η σταφιδική κρίση ξέσπασε το 1893 ως απόρροια της μονοκαλλιέργειας και της μονοεξαγωγής της σταφίδας σε συνάρτηση με τη γενική οικονομική δυσπραγία της χώρας και τις αντίξοες διεθνείς συγκυρίες.

Η αλόγιστη επέκταση των σταφιδαμπελώνων καθ' όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ακολουθώντας συγκυριακές ανάγκες κατανάλωσης της σταφίδας, είχε ενταθεί με το άνοιγμα της γαλλικής αγοράς, την οποία οι σταφιδοπαραγωγοί της Πελοποννήσου περιέβαλλαν με υπέρμετρη αισιοδοξία για μόνιμη διοχέτευση του προϊόντος τους. Ενώ όμως η αγγλική αγορά, όπου η σταφίδα χρησιμοποιείτο σε ξηρά μορφή στη ζαχαροπλαστική για την κατασκευή διαφόρων γλυκισμάτων και κυρίως για την κατασκευή της παραδοσιακής πουτίγκας, που καταναλωνόταν ευρύτατα και από τα λαϊκά στρώματα, ήταν μόνιμη και σταθερή, η απορρόφηση της σταφίδας από τη Γαλλία, όπου χρησιμοποιείτο για την παρασκευή οίνων λαϊκής κατανάλωσης, είχε ημερομηνία λήξεως, εφόσον οφειλόταν στην καταστροφή των γαλλικών αμπελώνων από τη φυλλοξήρα. Η ανάκαμψη των γαλλικών αμπελώνων από την ασθένεια είχε ως αποτέλεσμα να κλείσει απότομα η γαλλική αγορά όσο απότομα είχε ανοίξει. Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος υπήρξαν καταστροφικές για τη χώρα εφόσον πλέον υπήρχε ένα μόνιμο ετήσιο πλεόνασμα στην παραγωγή της κορινθιακής σταφίδας το οποίο ήταν αδύνατον να καταναλωθεί.

Πλατωνική βοήθεια

Λόγω της προϊούσης σταφιδικής κρίσεως, οι βουλευτικές εκλογές του Απριλίου του 1899 διενεργήθηκαν μέσα σε ένα κλίμα οικονομικής δυσπραγίας αλλά και δυσπιστίας των κατοίκων των επαρχιών της Πελοποννήσου: «Αχρηματία πιέζει πάσας τας γεωργικάς και κτηματικάς τάξεις... Και όμως οι περιοδεύοντες πολιτικοί μας όλα αυτά τα βλέπουν με πλατωνικάς συγκινήσεις» επισημαίνει στις αρχές της χρονιάς η εφημερίδα «Ακρόπολις».

Ο νέος πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης, που διαδέχθηκε τον Αλ. Ζαΐμη, αμέσως μετά την εκλογή του δήλωσε ότι η τύχη των «σταφιδοφόρων περιοχών» ήταν στο στόχαστρο της κυβέρνησης. Πράγματι, σύντομα κατατέθηκε στη Βουλή το νέο νομοσχέδιο, το οποίο εκτός των άλλων ρυθμίσεων για την άρση της σταφιδικής κρίσης οδήγησε στην ίδρυση της Σταφιδικής Τράπεζας τον Ιούνιο του 1899. Μέτοχοι της τράπεζας, της οποίας η διάρκεια ορίστηκε για μια εικοσαετία, ήταν όλοι οι σταφιδοκτηματίες που εισέφεραν σταφιδόκαρπο μέσω του εις είδος φόρου ή του εξαγωγικού δασμού.

Ωστόσο ήδη από τις αρχές της σύστασης της Σταφιδικής Τράπεζας άρχισαν να διατυπώνονται οι πρώτες αμφιβολίες ως προς τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητά της. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της η Σταφιδική Τράπεζα δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει την αποστολή της, σύμφωνα με τις προσδοκίες των σταφιδοπαραγωγών. Ετσι οι σταφιδοπαραγωγοί πληθυσμοί εξακολουθούσαν να υποφέρουν από έλλειψη κεφαλαίων και πόρων. Σύμφωνα με μαρτυρίες των συγχρόνων, οι πόλεις ήταν «νεκρωμένες» λόγω απουσίας κάθε εμπορικής συναλλαγής, ενώ πολλοί αγρότες στην ύπαιθρο αδυνατούσαν να καλλιεργήσουν τα κτήματά τους, πολλώ δε μάλλον να πληρώσουν τα χρέη τους.

Η ακμή και η παρακμή

Και όλα αυτά συνέβαιναν στις πρώην ακμάζουσες περιοχές της Πελοποννήσου, όπου συνέρρεε ο χρυσός από την επικερδή εξαγωγή της σταφίδας, οπότε και οι πλούσιοι σταφιδέμποροι της Πάτρας και των άλλων πόλεων επιδείκνυαν τον πλούτο τους με την κατασκευή πολυτελών οικημάτων και δημοσίων κτιρίων, παρακολουθώντας θεατρικές παραστάσεις ή εισάγοντας πολλά και ποικίλα αντικείμενα για την πολυέξοδη διαβίωσή τους, συνήθειες που ακολουθούσαν κατά το δυνατόν και οι κάτοικοι κωμοπόλεων ή ακόμη και χωριών, εφόσον όλος ο κόσμος που πλαισίωνε την οικονομία της σταφίδας ευημερούσε.

Η βελτίωση του επιπέδου ζωής, αν όχι όλων των αγροτών, τουλάχιστον μιας μεγάλης μερίδας, υποδηλώνεται με τα εξωτερικά σημεία του πλούτου, που άλλοτε ήταν ίδιον εξαιρετικών και μεμονωμένων περιστάσεων, όπως με ωραία σπίτια ή ακόμη και με νεοκλασικά μέγαρα, που κοσμούν ακόμη ορισμένα χωριά, με έπιπλα και αντικείμενα που συχνά εισάγονταν από το εξωτερικό, με μεταφορικά μέσα κτλ., ενώ σε πολλές πόλεις και κωμοπόλεις υπήρχαν πλήρη σχολεία, σύλλογοι, λέσχες, καφενεία και ωραία καταστήματα.

Χαρακτηριστικό του χώρου στον οποίο αναφερόμαστε είναι η διαρκής επικοινωνία μεταξύ πόλης και υπαίθρου, η οποία δεν επιτρέπει μια διχοτομική πρόσληψη στη σχέση αγροτικού-αστικού χώρου. Μέσω αυτής της επικοινωνίας επιτυγχάνεται η πρόσληψη και η ανταλλαγή πολιτισμικών προτύπων, καθώς και η από κοινού αντιμετώπιση της σταφιδικής κρίσης με κοινή σύμπλευση και στόχους όταν η σταφιδική κρίση πλήττει τις σταφιδοφόρες επαρχίες την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα.

Η εξέγερση των αγροτών

Εκτός από τις αντιδράσεις και τις επιθετικές ενέργειες των αγροτών στην ύπαιθρο χώρα εναντίον φοροεισπρακτόρων ή άλλων κρατικών υπαλλήλων με σκοπό την εκδίωξή τους ­ εκδηλώσεις που αποτελούν πάγιες και παραδοσιακές πρακτικές, οικείες στους αγροτικούς πληθυσμούς από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του νεοελληνικού κράτους ­ εμφανίζονται κατά τη σταφιδική κρίση καινοφανείς μορφές κοινωνικών διεκδικήσεων στις οποίες συγκαταλέγονται οι αντιδράσεις και οι ενέργειες των σταφιδοπαραγωγών πληθυσμών που ανάγονται στις σύγχρονες μορφές διαπραγμάτευσης. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται τα παλλαϊκά συλλαλητήρια, τα ψηφίσματα και οι αναφορές προς την κυβέρνηση, τη Βουλή και τον βασιλιά που περιλαμβάνουν συγκεκριμένα αιτήματα και διεκδικήσεις.

Οι σταφιδοπαραγωγοί πληθυσμοί με τους συνεχείς αγώνες τους πέτυχαν κάποιες ευνοϊκές διευθετήσεις, γεγονός που συνηγορεί για τον δυναμισμό του σταφιδικού κοινωνικού κινήματος, το οποίο ανάγκασε το κράτος να ασκήσει παρεμβατική πολιτική, εγκαταλείποντας την τακτική αναβλητικότητας και κωλυσιεργίας. Τα όποια θετικά αποτελέσματα όμως μειώνονταν κατά πολύ λόγω της πολυπλοκότητας των συμφερόντων των άμεσα ενδιαφερομένων μερών. Οι διαφορές που χώριζαν τους σταφιδοπαραγωγούς πληθυσμούς λόγω των κατά τόπους αντιτιθεμένων συμφερόντων ήταν τόσο μεγάλες ώστε οι σύγχρονοι να μιλούν για «Δεύτερο Πελοποννησιακό Πόλεμο».

Καθ' όλη τη διάρκεια της σταφιδικής κρίσης αυτός ο «Πελοποννησιακός Πόλεμος» διεξαγόταν μέσω των αλλεπάλληλων συλλαλητηρίων και κινητοποιήσεων των διαφόρων περιοχών που είχαν αντίθετα συμφέροντα. Τα συμφέροντα συναρτώνταν και απέρρεαν κυρίως από την ποιότητα της σταφίδας που παρήγε η κάθε περιοχή και είχαν άμεσο αντίκτυπο στις συζητήσεις του Κοινοβουλίου.

Ενα άλυτο πρόβλημα

Στο μεταξύ οι σοδιές απούλητης σταφίδας σωρεύονταν όλο και πιο απειλητικά, με αποτέλεσμα οι σταφιδοπαραγωγοί πληθυσμοί να βρίσκονται σε συνεχή αναβρασμό χωρίς να επιτυγχάνεται η άρση των οικονομικών αδιεξόδων. Χαρακτηριστικά, η εφημερίδα των Καλαμών «Καθημερινή» ανέφερε στις 9 Ιουνίου 1899 ότι το σταφιδικό ζήτημα ομοίαζε με το γλωσσικό επειδή και τα δύο παρέμεναν άλυτα.

Μερικά χρόνια αργότερα, κατά το τέλος της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, το σταφιδικό ζήτημα άρχισε να χάνει την οξύτητά του για πολλούς λόγους, ο σημαντικότερος από τους οποίους ήταν η μετανάστευση στην Αμερική και η αστυφιλία. Την ίδια περίοδο σηματοδοτείται η αρχή μιας νέας εποχής για τη χώρα. Οι κλυδωνισμοί που είχε προκαλέσει η σταφιδική κρίση έγιναν σταδιακά αισθητοί με την εμφάνιση νέων μορφών οικονομικής εκμετάλλευσης και κοινωνικών ανακατατάξεων.

Η κυρία Καίτη Αρώνη-Τσίχλη είναι επίκουρη καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου.



Αξιόλογες πληροφορίες θα βρείτε κι εδώ: http://www.preceden.com/timelines/42921

Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2013

15 Αυγούστου 1909, Γουδή: Καταλύτης επαναστατικών αλλαγών


της Χριστίνας Κουλούρη*
Οι επέτειοι των στρατιωτικών κινημάτων και πραξικοπημάτων ανακαλούν συνήθως αρνητικές μνήμες, ιδιαίτερα στην ελληνική περίπτωση, επειδή κατά κανόνα συνδέονται με την επιβολή δικτατορικών καθεστώτων. Εν γένει άλλωστε, οι επεμβάσεις του στρατού στην πολιτική αντιμετωπίζονται ως «εκτροπή» στις σύγχρονες δημοκρατίες. Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί ωστόσο απέκτησε ευρεία κοινωνική συναίνεση στην εποχή του, ερμηνεύτηκε από ένα μέρος της ιστοριογραφίας ως «αστική επανάσταση» και οδήγησε σε μια πραγματικά εκσυγχρονιστική περίοδο το ελληνικό κράτος υπό την ηγεσία του Ελευθέριου Βενιζέλου. Κατά κάποιον τρόπο, το κίνημα στο Γουδί δικαιώθηκε από την επόμενη ημέρα και όχι αυτοτελώς. Ελάχιστοι θυμούνται σήμερα ότι επικεφαλής του Στρατιωτικού Συνδέσμου ήταν ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς, όλοι όμως θυμούνται ότι ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος κάλεσε έναν σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα κρητικό πολιτικό, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Αν και η ιστοριογραφία δεν το ονομάζει πλέον «επανάσταση», το κίνημα στο Γουδί υπήρξε πραγματικά επαναστατικό, εφόσον υπήρξε ο καταλύτης για μια σειρά επαναστατικών αλλαγών. Αλλά ας δούμε τα γεγονότα. 

Η αρχή του 20ού αιώνα βρήκε την Ελλάδα με συσσωρευμένα προβλήματα και, κυρίως, με μια διάχυτη αίσθηση αποτελμάτωσης. Το «εθνικό ζήτημα» ήταν βεβαίως κυρίαρχο. Συνδεόταν με την πορεία του Ανατολικού Ζητήματος και με τα αλυτρωτικά οράματα, αμείωτα, παρά την πρόσφατη ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η οποία είχε βιωθεί ως «εθνική ταπείνωση». Κρητικό και Μακεδονικό αποτελούσαν τα κρίσιμα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Στο εσωτερικό, το ανερχόμενο κοινωνικό ζήτημα, σε συνδυασμό με την οικονομική κατάσταση (πτώχευση, σταφιδική κρίση, Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος), επέτεινε ένα γενικευμένο κλίμα δυσφορίας, που κατευθυνόταν εναντίον των κομμάτων, του Στέμματος και της Αυλής. Η εκδήλωση του κινήματος των Νεοτούρκων το 1908, που υποσχόταν ισοπολιτεία και ισονομία στις εθνότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και το συνακόλουθο κλίμα εκσυγχρονισμού δημιουργούσαν αυτομάτως σύγκριση με το «τέλμα» που υπήρχε στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα στις τάξεις του στρατού υπήρχε έντονη δυσαρέσκεια για την κατάληψη επιτελικών θέσεων από τους πρίγκιπες και της γενικής διοίκησης από τον Διάδοχο, καθώς και για τη σκανδαλώδη ευνοιοκρατία και τον νεποτισμό. Η ψήφιση το 1908 νόμου που καταργούσε τις δυνατότητες προαγωγής των υπαξιωματικών στους ανώτερους βαθμούς δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί ως ένα επιπλέον αίτιο που ώθησε ομά δες κατώτερων αξιωματικών σε συνωμοτική δράση. 

Το πρωτόκολλο του Συνδέσμου 
Πράγματι, ήδη από το 1908 εντοπίζονται συνωμοτικοί στρατιωτικοί πυρήνες που σε έναν βαθμό εξέφραζαν αντιδυναστικές στάσεις, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζονταν από κριτική ως και απόρριψη προς τα πολιτικά κόμματα. Ο πρώτος πυρήνας του Στρατιωτικού Συνδέσμου δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο 1908 αποκλειστικά από ανθυπολοχαγούς. Το πρωτόκολλο του Συνδέσμου υπογράφηκε εν τέλει και από δύο υπολοχαγούς και έναν λοχαγό (συνολικά δέκα άτομα), αλλά η ύπαρξη της συγκεκριμένης συνωμοτικής δράσης έγινε γνωστή στην κυβέρνηση τον Ιούνιο 1909. Ο πρωθυπουργός Γεώργιος Θεοτόκης παραιτήθηκε στις 4 Ιουλίου για να αναλάβει ο Δημήτριος Ράλλης. 

Η αποτυχία του νέου πρωθυπουργού να συλλάβει τους συνωμότες οδήγησε στην εκδήλωση του κινήματος τη νύχτα της 14ης προς τη 15η Αυγούστου 1909. Στους στρατώνες στο Γουδί συγκεντρώθηκαν 449 αξιωματικοί και 2.546 οπλίτες μαζί με χωροφύλακες και πολίτες, καλώντας την κυβέρνηση να υιοθετήσει το πρόγραμμα του Συνδέσμου. Στην πραγματικότητα, το πρόγραμμα αυτό δεν διακρινόταν από επαναστατικά αιτήματα. Οι βασικές θέσεις του αφορούσαν αλλαγές στο στράτευμα, εξέφραζαν δηλαδή μάλλον επαγγελματικά συμφέροντα και εξοπλιστικά σχέδια, ενώ υπήρχε ένα γενικό ευχολόγιο για τις αλλαγές που έπρεπε να γίνουν στην εκπαίδευση, τη δικαιοσύνη, την οικονομία και τη διοίκηση. 

Το περιεχόμενο των αιτημάτων 
Χωρίς να προτείνει συγκεκριμένα μέτρα, ο Σύνδεσμος εξέφραζε τον «πόθο» του όπως «ο σχεδόν πενόμενος Ελληνικός λαός ν΄ ανακουφισθή εκ των επαχθών φόρων, ους ήδη καταβάλλει και οίτινες ασπλάχνως κατασπαταλώνται προς διατήρησιν πολυτελών και περιττών υπηρεσιών και υπαλλήλων, χάριν της απαισίας συναλλαγής». Δηλωνόταν εξάλλου κατηγορηματικά ότι στόχος δεν ήταν το πολίτευμα και ο βασιλιάς, «ούτινος το πρόσωπον είναι ιερόν», ούτε η εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας. Και πράγματι εν τέλει δεν έγινε δικτατορία, παρ΄ όλο που η ιδέα εκφράστηκε κάποιες φορές μπροστά στο αδιέξοδο το οποίο προέκυψε από την πολιτική κρίση που επακολούθησε. 

Συνεπώς, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος εξέφραζε μάλλον συντεχνιακά και λαϊκιστικά αιτήματα, χωρίς να προτείνει συγκεκριμένες πολιτικές πράξεις και, προφανώς, χωρίς να έχει συγκεκριμένο σχέδιο και πρόγραμμα για τη διακυβέρνηση της χώρας. Το πραξικόπημα κέρδισε τη στήριξη των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων της πρωτεύουσας, τα οποία στις 14 Σεπτεμβρίου πραγματοποίησαν ένα ογκώδες συλλαλητήριο (70.000 σύμφωνα με την εφημερίδα Χρόνος ) από το Πεδίον του Αρεως προς το παλάτι, ύστερα από επίμονες ενέργειες των αξιωματικών. Το συλλαλητήριο οργανώθηκε από τον Σύνδεσμο Συντεχνιών Ελλάδος (περίπου 50 οργανώσεις με 30.000 μέλη) και επιδόθηκε στον Γεώργιο Α Δ ψήφισμα το οποίο ενέκρινε το κίνημα του Συνδέσμου και είχε ως κεντρικό αίτημα τη μάλλον αφηρημένη «Ανόρθωση». 

Από πολιτική σε πολιτειακή κρίση 
Την ικανοποίηση των αιτημάτων του Συνδέσμου είχε αναλάβει η κυβέρνηση του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, αρχηγού του τρίτου σε δύναμη κόμματος. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο η Βουλή ψήφισε έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό νόμων (169 νομοσχέδια σε 82 ημέρες), με τους πραξικοπηματίες αξιωματικούς στα θεωρεία της. Η ιδιότυπη αυτή διπλή εξουσία, αφενός των στρατιωτικών και αφετέρου των κοινοβουλευτικών θεσμών, ήταν εγγενώς αντιφατική και επομένως βραχύβια. Παρά την υποχωρητικότητα της Βουλής και της κυβέρνησης, η πολιτική κρίση γρήγορα μετασχηματιζόταν και σε πολιτειακή. 

Μπροστά στο αδιέξοδο, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος στράφηκε προς έναν «μεσσία», τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για να βγάλει τη χώρα από την κρίση. Ο Βενιζέλος είχε στηρίξει, με άρθρα του στην εφημερίδα Κήρυξ των Χανίων, την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων που πρότεινε ο Σύνδεσμος, ενώ η σύγκρουσή του με τον ύπατο αρμοστή της Κρήτης πρίγκιπα Γεώργιο είχε δημιουργήσει συμπάθειες κυρίως στους κατώτερους αξιωματικούς. Εξάλλου, στο πρόσωπό του έβλεπαν έναν πολιτικό άφθαρτο και ανεξάρτητο από το «διεφθαρμένο» ελλαδικό πολιτικό κατεστημένο. * 

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Άλλο ένα αξιόλογο άρθρο σχετικό με το θέμα : Μια κριτική θεώρηση της Επανάστασης του Γουδή το 1909 

Από την πτώχευση του 1893 στο Γουδί


Του Μιχαλη Ψαλιδοπουλου*
Η φούσκα του δανεισμού, η καταστροφική ήττα του 1897, ο διεθνής οικονομικός έλεγχος και οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού



Η ιστορική παραδοχή του Χαρίλαου Τρικούπη «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» στις 10 Δεκεμβρίου 1893 σηματοδοτεί ανάγλυφα τη θλιβερή κατάληξη μιας οικονομικής πολιτικής μεγάλων φιλοδοξιών και αγαθών προαιρέσεων, τα διδάγματα της οποίας δεν έχουν ακόμα, έναν αιώνα αργότερα, συζητηθεί ευρέως. Η πολιτική αυτή ανάγκασε το 1898 την Ελλάδα στην αποδοχή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) ο οποίος υποχρέωσε τη χώρα σε πολιτική αυστηρότατης λιτότητας, ως το 1910 τουλάχιστον, για να καταργηθεί τυπικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο Τρικούπης κυβέρνησε τη χώρα λίγους μήνες το 1875 και το 1880, λίγες μέρες το 1878, καθώς και μεταξύ 1882-85 και 1886-90. Διετέλεσε πρωθυπουργός και μεταξύ Ιουνίου 1892-Μαΐου 1893 και μεταξύ Νοεμβρίου 1893-Ιανουαρίου 1895, για να αποσυρθεί στη συνέχεια από την πολιτική, λίγο πριν από τον θάνατό του. Ο κύριος πολιτικός του αντίπαλος Θεόδωρος Δηλιγιάννης κυβέρνησε στις περιόδους 1885-86, 1890-92 και 1895-97 καθώς και για μικρότερα διαστήματα το 1903 και το 1905, για να δολοφονηθεί στις 31 Μαΐου 1905 από έναν χαρτοπαίκτη.

Οι πολιτικές των δύο ανδρών διέφεραν ώς την πτώχευση του 1893 στη ρητορεία, αλλά συνέκλιναν στην πράξη. Ο Τρικούπης τασσόταν υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης. Εκπροσωπούσε γαιοκτημονικά συμφέροντα καθώς και το ελληνικό κεφάλαιο της Διασποράς και ήταν οπαδός της στρατιωτικής ετοιμότητας της χώρας να αντιμετωπίσει προκλήσεις της εξωτερικής πολιτικής που θα οδηγούσαν στη γεωγραφική της επέκταση. Ο Δηλιγιάννης ήταν κι αυτός πρόμαχος της Μεγάλης Ιδέας. Τασσόταν υπέρ του «νοικοκυρέματος» των δημόσιων οικονομικών της χώρας και εκπροσωπούσε πολιτικά τους «νοικοκυραίους» της πόλης και του χωριού. Παρά τα δημοφιλή «ο προϋπολογισμός αφήνει μικρό πλεόνασμα», «κάτω οι φόροι» και άλλες δημαγωγικές κορώνες, αμφότεροι οι πολιτικοί συσσώρευσαν μεγάλα ελλείμματα όσο κυβέρνησαν, δικαιολογώντας την απόκλιση μεταξύ προεκλογικών τους δεσμεύσεων και κυβερνητικών πεπραγμένων με επείγουσες τρέχουσες ανάγκες που πάντα θεωρούσαν ότι αντιμετώπιζαν.

Ο Τρικούπης εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία των καρπών της «εποχής του κεφαλαίου» στην ευρωπαϊκή οικονομία, που άνοιξε τις στρόφιγγες του διεθνούς δημόσιου δανεισμού το 1879, για να προωθήσει εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Βελτίωσε υποδομές και γενικές συνθήκες παραγωγής, εισήγαγε νομοθεσίες υποβοηθητικές των παραγωγικών προσπαθειών και, γεγονός μεγάλης σημασίας, κατηύθυνε υπέρογκους δανειακούς πόρους στην εθνική άμυνα της χώρας, δίνοντας δευτερεύουσα σημασία στην ορθολογική κατανομή και οικονομική χρήση τους.

Αντί αναθεώρησης του απαρχαιωμένου φορολογικού συστήματος και επιβολής φορολογίας στούς, κατά τον καθηγητή Ιωάννη Σούτσο, «μηδόλως φορολογουμένους» - ένα στρώμα εύπορων αστών, που συμπεριλάμβανε ανώνυμες εταιρείες και τραπεζικά ιδρύματα, συνάφθηκαν μεταξύ 1879 και 1890 επτά εξωτερικά δάνεια ονομαστικής αξίας 630 εκατ. δρχ. Ο καθηγητής Ανδρέας Ανδρεάδης υπολόγιζε το ποσό αυτό, μετά την αφαίρεση προμηθειών-μεσιτικών, σε 459 εκατ. δρχ. και σε μόλις 389 εκατ. πραγματικού κεφαλαίου, καθώς πολλά από τα δάνεια εξοφλούσαν αμέσως με τη σύναψή τους παλαιότερα. Από αυτά μόνο ένα, αυτό του 1890, και ένα μέρος του δανείου του 1884 αφορούσαν παραγωγικά έργα, την κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής Πειραιά-Συνόρων. Τα άλλα αφορούσαν στρατιωτικές/ναυτικές δαπάνες, εξόφληση χρεών του Δημοσίου προς τράπεζες και εξοφλήσεις οφειλών προγενέστερων δανείων.
Αποτέλεσμα ήταν μια παρατεταμένη οικονομική ευμάρεια χάρη στην αφθονία χρήματος και επικερδών τοποθετήσεων, στηριγμένη ωστόσο σε προϋποθέσεις που δεν ήταν αυτονόητο ότι θα ίσχυαν εσαεί.

Μάταια επεσήμαναν φιλελεύθεροι οικονομολόγοι της εποχής, όπως ο Ιωάννης Σούτσος και ο Αριστείδης Οικονόμος, ότι η χώρα έπρεπε να δανείζεται μόνον αφού θα είχε ισοσκελίσει τον προϋπολογισμό της. Οτι θα έπρεπε να εξισορροπούσε δαπάνες με εισπράξεις για να εισαγάγει ένα μετατρέψιμο νόμισμα στη θέση μιας, στα χαρτιά ισχύουσας για τη χώρα, συμμετοχής στο διεθνές νομισματικό σύστημα της εποχής. Οτι θα έπρεπε να φορολογήσει έχοντες και κατέχοντες και να αντλήσει πόρους από όλες τις κοινωνικές τάξεις, πράγμα που ο Τρικούπης απέφευγε να κάνει επικαλούμενος αναπτυξιακούς λόγους, συγκαλύπτοντας έτσι πολιτικές δεσμεύσεις του.

Το ξέσπασμα της σταφιδικής κρίσης και η παράταση της Μεγάλης Υφεσης στην Ευρώπη σήμαναν το πρόσκαιρο τέλος της φούσκας που είχε δημιουργηθεί. Οι τόκοι των δανείων απορροφούσαν το 40% των φορολογικών εσόδων και η πτώχευση το 1893 επήλθε ως μοιραίο. Οι Σούτσος και Οικονόμος είχαν ήδη αποβιώσει από το 1890, και στη συλλογική συνείδηση των σύγχρονων Ελλήνων φαίνεται ότι υπερίσχυσε η ρήση του Τρικούπη, ότι ήταν καλύτερος ένας ελλειμματικός προϋπολογισμός που θα εξασφάλιζε ετοιμοπόλεμο στράτευμα, παρά ένας ισοσκελισμένος. Βέβαια το 1897 η ρήση αυτή δεν απέτρεψε τη δεινή ήττα του υποτιθέμενου ετοιμοπόλεμου στρατεύματος που συρρίκνωσε πρόσκαιρα την Ελλάδα περίπου στα σύνορα της Μελούνας. Χρειάστηκε νέο δάνειο 170 εκατ. χρυσών φράγκων για να πληρωθεί πολεμική αποζημίωση στην Τουρκία προκειμένου να αποχωρήσει από τα καταληφθέντα εδάφη.

Διαπραγματεύσεις και «Αγανακτισμένοι»
Η πτώχευση του 1893 δεν επέδρασε αποτρεπτικά από το να διοργανωθούν οι Ολυμπιακοί Αγώνες το 1896, που άλλωστε την εποχή εκείνη δεν συνεπάγονταν τεράστια έξοδα. Η πτώχευση αφορούσε μόνο το εξωτερικό και όχι το εσωτερικό δημόσιο χρέος και η οικονομική ζωή στη χώρα συνεχίστηκε απρόσκοπτα, ενώ άρχισαν και οι «φιλολογικές» αναζητήσεις του χρονικού σημείου από του οποίου η οικονομία είχε πάρει τον δρόμο τής μη επιστροφής προς τη χρεοκοπία. Παρ' όλα αυτά δεν έλειψαν οι εντάσεις.

Ενώ ο Τρικούπης βρισκόταν σε αναζήτηση συμβιβασμού με τους ξένους δανειστές, σε αντικυβερνητικό συλλαλητήριο στο Πεδίον του Αρεως στις αρχές του 1895 συμμετείχε στο πλευρό των «αγανακτισμένων» αντικυβερνητικών διαδηλωτών ο διάδοχος του θρόνου, Κωνσταντίνος, με αποτέλεσμα την πτώση της κυβέρνησης. Η διάδοχη κυβέρνηση Δηλιγιάννη, στις 24 Ιουνίου 1895, ίδρυσε την «Υπηρεσία του Δημοσίου Χρέους», προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να καθησυχάσει τους ξένους δανειστές και εξουσιοδότησε τον Στέφανο Στρέιτ, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, να συμφωνήσει με τους ομολογιούχους. Υπήρχε ωστόσο μια αποστροφή προς τους ξένους δανειστές και η κυβέρνηση καθοδηγούμενη από τον Τύπο της εποχής και την κοινή γνώμη δεν ήταν έτοιμη να προχωρήσει σε έναν συμβιβασμό αποδεχόμενη τις υποχρεώσεις του ελληνικού Δημοσίου.

Στις λεγόμενες προτάσεις του Παρισίου του 1896, προβλεπόταν «κούρεμα» του τόκου σε 40% του άρτιου για τα δάνεια των μονοπωλίων και της κεφαλαιοποίησης (σε 32% για τα υπόλοιπα δάνεια) και απόδοση μέρους των εισπράξεων των υπεγγύων προσόδων στα μονοπώλια και τον καπνό στους ξένους δανειστές. Οι ομολογιούχοι ζητούσαν επίσης όλα τα έσοδα από το χαρτόσημο και συμμετοχή στο συμβούλιο της Εταιρείας των Μονοπωλίων. Κωλυσιεργίες παρέτειναν τις συζητήσεις, με την ελληνική πλευρά να πιστεύει ότι διαθέτει χρόνο και τον πρώτο λόγο. Ταξίδι επιτροπής των ομολογιούχων στην Αθήνα για να δει τον πρωθυπουργό παρήλθε άκαρπο.

Ετσι, πριν από την τυπική ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, η όξυνση του Κρητικού ζητήματος, καθώς και η εισβολή τον Μάρτιο του 1897 δυνάμεων της Εθνικής Εταιρείας σε οθωμανικά εδάφη, άφησε μετέωρο το θέμα του συμβιβασμού. Στη βραχεία πολεμική αντιπαράθεση που προκάλεσε αυτή η -ουσιαστικά- κήρυξη πολέμου από ιδιώτες, η Ελλάδα υπέστη, ως γνωστόν, πανωλεθρία. Οι εχθροπραξίες τερματίστηκαν στις 7 Μαΐου 1897, ύστερα από επέμβαση της Ρωσίας, καθώς ο οθωμανικός στρατός προχωρούσε νικηφόρα προς τη Λαμία.
 
Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου

Στις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν δεν συρρικνώθηκε εδαφικά η χώρα. Αντίθετα η επιβολή Διεθνούς Επιτροπής Ελέγχου, στα πρότυπα παρεμβάσεων σε Αργεντινή, Αίγυπτο και Τουρκία, έμελλε να αποτελέσει έναν πρωτόγνωρο πειραματισμό για την Ελλάδα. Η έκβαση του πολέμου υποχρέωσε επίσης την ελληνική πλευρά να αποδεχθεί το σχέδιο των έξι Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης για την αυτονομία της Κρήτης ως είχε.

Η Διεθνής Επιτροπή Ελέγχου ή, όπως ονομάστηκε αργότερα, Διεθνής Οικονομική Επιτροπή (ΔΟΕ), και στην καθομιλουμένη Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος, ήταν το τίμημα που πλήρωσε το ελληνικό κράτος στους δανειστές του και στις έξι Μεγάλες Δυνάμεις της Ευρώπης λόγω της μεσολάβησής τους στις διαπραγματεύσεις για την παύση των εχθροπραξιών. Ηταν επίσης η προϋπόθεση για τη σύναψη νέου δανείου, απαραίτητου για την πληρωμή της πολεμικής αποζημίωσης προς την Τουρκία. Συγχρόνως, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις διευθετούσαν μέσω της ΔΟΕ το άλυτο, μέχρι τότε, ζήτημα των χρεών του ελληνικού Δημοσίου προς τους ξένους δανειστές. Είναι προφανές ότι αν δεν είχε προηγηθεί η πτώχευση του 1893, ή αν είχε διευθετηθεί το ζήτημα μέσω διαπραγματεύσεων πριν από το 1897, η διάταξη για την επιβολή διεθνούς επιτροπής οικονομικού ελέγχου δεν θα είχε συμπεριληφθεί σε μια συνθήκη ειρήνης.

Η διευθέτηση, που έγινε αποδεκτή χωρίς πολλές αντιρρήσεις στις 10 Μαρτίου 1898 από το ελληνικό Κοινοβούλιο, στηριζόταν στη λογική ότι θα δίνονταν και νέα δάνεια στην Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της, αλλά ταυτόχρονα και εγγυήσεις αποπληρωμής όλων των οφειλών της, και περιελάμβανε τα εξής:
1. Το δάνειο πολεμικών επανορθώσεων και το λεγόμενο «οικονομικό δάνειο».
2. Την υποθήκευση συγκεκριμένων φορολογικών προσόδων για την εξυπηρέτηση των δανείων.
3. Την αναδιάρθρωση του χρέους.
Οσον αφορά το πρώτο, αυτό δόθηκε για να αποχωρήσει η Τουρκία στα σύνορα του 1897, ενώ το «οικονομικό» χρησίμευε για την κάλυψη του ελλείμματος του προϋπολογισμού του 1897, για τη μετατροπή του εις χρυσόν χρέους και για την καταβολή ποσών προς δικαιούχους ελληνικών ομολογιών.
Οσον αφορά το δεύτερο, η Εταιρεία Διαχείρισης των Μονοπωλίων (που είχε συγκροτηθεί το 1887) μετονομάστηκε σε Εταιρεία Διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους. Με εξαιρετική λεπτομέρεια και με καθολικό έλεγχο των ξένων ομολογιούχων η εταιρεία ανέλαβε την είσπραξη προσόδων από πωλήσεις πετρελαίου, αλατιού, τσιγαρόχαρτου, σπίρτων, παιγνιόχαρτων, φωτιστικού οινοπνεύματος και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης της εποχής. Αποσπάστηκαν και προνόμια ελέγχων εφαρμογής των διατάξεων μέσω των ταινιών ασφαλείας που επικολλήθηκαν στα προϊόντα-φορείς έμμεσης φορολογίας, και που αποσκοπούσαν στη συγκέντρωση χρηματικών ποσών (σε εβδομαδιαία βάση!) σε λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας υπέρ των ομολογιούχων.
Οσον αφορά το τρίτο, τα υφιστάμενα δάνεια συμπτύχθηκαν σε τρεις κατηγορίες και συνδέθηκαν με υποθήκες όπως ο φόρος καπνού, τέλη χαρτόσημου και με εισπράξεις τελωνείων. Και εδώ πρυτάνευε η προτεραιότητα εξόφλησης των δανείων έναντι της προικοδότησης του Δημοσίου με φορολογικά έσοδα.

Επιβολή δημοσιονομικών και νομισματικών περιορισμών στο ελληνικό κράτος

Ως βάση υπολογισμού ελήφθησαν έσοδα και δαπάνες της περιόδου 1892-6. Σύμφωνα με αυτές, τα έσοδα ήταν περί τα 90 εκατ. και οι δαπάνες περί τα 63, ενώ το υπόλοιπο πήγαινε πριν από το 1893 στο δημόσιο χρέος. Ενώ οι δαπάνες προϋπολογίζονταν για το εγγύς μέλλον στα ίδια επίπεδα, στερώντας από το κράτος δυνατότητες παρέμβασης στην οικονομία (που άλλωστε κατά τα ισχύοντα τότε παγκοσμίως ήταν πολύ περιορισμένη), οι φορολογίες θα αύξαναν διαρκώς, με τη διαφορά να πηγαίνει υπέρ της εξόφλησης του χρέους. Για παράδειγμα, το 1903 προβλέπονταν έσοδα 100 εκατ. και δαπάνες του Δημοσίου 64 εκατ., δηλαδή περίπου το 40% των φορολογικών εσόδων κατευθύνονταν στη μείωση του χρέους και το υπόλοιπο στα ταμεία του κράτους. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι προβλέψεις της ΔΟΕ σχετικά με τα φορολογικά έσοδα αποδείχθηκαν ανακριβείς. Τα έσοδα ήταν από τις αρχές του 20ού αιώνα περισσότερα των προϋπολογιζομένων, προς μεγάλη χαρά του ΔΟΕ και της ελληνικής κυβέρνησης.

Σαν να μην έφτανε η απώλεια της δημοσιονομικής κυριαρχίας του ελληνικού κράτους, το ίδιο συνέβη και με τη νομισματική. Προκειμένου να αρθεί η αναγκαστική κυκλοφορία, κάποτε στο μέλλον, η Ελλάδα δεσμεύτηκε με το άρθρο 30 της συμφωνίας να αποσύρει ετησίως τουλάχιστον 2 εκατ. δρχ. από την κυκλοφορία, έτσι ώστε να μειωθεί η ποσότητα του κυκλοφορούντος πληθωρικού χαρτονομίσματος από την τρικουπική εποχή και να καταστεί κάποτε εφικτή η μετατρεψιμότητα του νομίσματος (αυτό όπως θα δούμε παρακάτω συνέβη ντε φάκτο το 1909). Συνεπώς και η νομισματική πολιτική της χώρας γινόταν περιοριστική και οι δυνατότητες του Δημοσίου να παρεμβαίνει στην οικονομία περιορίζονταν στο ελάχιστο δυνατό.

* Ο κ. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος είναι καθηγητής της Ιστορίας Οικονομικών Θεωριών στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος της έδρας Κωνσταντίνος Καραμανλής στη Σχολή Φλέτσερ του Πανεπιστημίου Ταφτς.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ


Ο άγνωστος Χαρίλαος Τρικούπης

Ήταν ο πρώτος εκσυγχρονιστής πολιτικός. Δεν παντρεύτηκε ποτέ γιατί συνάντησε τον έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο της γυναίκας του αυστριακού πρεσβευτή στην Ελλάδα. Εζησε σαν γεροντοπαλίκαρο με την αδελφή του Σοφία. Ηταν φανατικός αναγνώστης του Δαρβίνου. Δεινός χορευτής αλλά και δεινός συζητητής για ποικίλα θέματα, από τις τάσεις της γυναικείας μόδας ως τα τελευταία έργα του Ζολά
Τα είχε όλα. Ολα όσα θα μπορούσαν να συνθέσουν έναν Ελληνα του 19ου αιώνα στην πιο εντυπωσιακή, σχεδόν μυθιστορηματική εκδοχή του.

Ηταν γιος του ηγέτη του Αγγλικού Κόμματος και πρώτου πρωθυπουργού του ελληνικού κράτους και μιας Φαναριώτισσας από βυζαντινή οικογένεια ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας. Ανατράφηκε μέσα στην πιο γόνιμη εκδοχή της σύνθεσης δύο κόσμων. Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη το ότι υπήρξε ένας μοναδικός κοσμοπολίτης με χαρακτηριστικά και συμπεριφορές σύγχρονου ευρωπαίου αστού των καιρών του σε μια εποχή που κάτι τέτοιο σήμαινε πάρα πολλά. Και αναμφίβολα αυτό τον βοήθησε δραστικά να γίνει ο άνθρωπος που λίγο πριν από τα τέλη του 19ου αιώνα μετέτρεψε μια χώρα κυριαρχημένη από τα χαρακτηριστικά της πρώην οθωμανικής επαρχίας σε κάτι που άρχιζε για πρώτη φορά να θυμίζει σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος της εποχής.


Εφερε στην Ελλάδα τον σιδηρόδρομο, έφτιαξε το μέγα- για τα ευρωπαϊκά δεδομένα- έργο του Ισθμού της Κορίνθου, ανέπτυξε οδικό δίκτυο, αναδιοργάνωσε το κράτος, δημιούργησε θεσμούς, εκσυγχρόνισε το πολιτικό σύστημα και το στράτευμα, θεμελίωσε νέες οικονομικές δομές και δραστηριότητες αλλά και κορυφαία δημόσια κτίρια. Υπήρξε αναμφισβήτητα ένας από τους κορυφαίους ηγέτες στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Το επαναστατικό εκσυγχρονιστικό έργο του δεν έχει τέλος, παρά το γεγονός ότι στις ημέρες του η χώρα έζησε και τη μία από τις τέσσερις πτωχεύσεις της ιστορίας της, για την οποία πάντως σίγουρα δεν έφερε εκείνος την κεντρική ευθύνη. Και όλα αυτά συνέβαιναν την ώρα που ήταν παράφορα ερωτευμένος με τη γυναίκα ενός ξένου διπλωμάτη στην Αθήνα...


Πίσω από τον πολιτικό και το έργο του ο άνθρωπος Χαρίλαος Τρικούπης παραμένει ένας άγνωστος. Αυτόν τον άγνωστο Τρικούπη επιχειρεί τώρα να φωτίσει ηβιογραφική περιήγησημε την οποία η συστηματική μελετήτρια του Τρικούπη και των αρχείων του Λύντια Τρίχα σκιαγραφεί τη ζωή του μέ σα από μια διαφορετική, πιο ανθρώπινη, πιο σύνθετη οπτική. Και το επιχειρεί μέσα από πολύ ενδιαφέρουσες, άγνωστες στους περισσοτέρους, αναφορές στη ζωή και στη δράση του, με πυκνή και ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πληροφόρηση και παρατηρήσεις, αλλά κυρίως μέσα από ένα εξαιρετικά εντυπωσιακό οπτικό υλικό που, συγκεντρωμένο από πλήθος αρχεία, ξαναχτίζει τη ζωή του σε ένα βιβλίο σαν ντοκυμαντέρ, ίσως ακόμη και σαν κινηματογραφική ταινία.


Η γοητεία της βαρόνης


Στα 1880, τη χρονιά που ο Χαρίλαος Τρικούπης σχημάτισε την τρίτη κυβέρνησή του και μεταξύ άλλων επέβαλε για πρώτη φορά την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, αν και ήταν απορροφημένος όπως πάντοτε από την πολιτική, δεν ήταν μόνο από αυτήν. Ηταν κοινό μυστικό στα σαλόνια της Αθήνας ότι εκείνη τη χρονιά, σε ηλικία πενήντα ετών, ο (αν και λάτρης των γυναικών, ανύπαντρος σε όλη του τη ζωή) Τρικούπης είχε ξαφνικά συναντήσει τον μεγάλο έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο της γυναίκας του αυστριακού πρεσβευτή στην Ελλάδα: τη βαρόνη Μαρία φον Τράουτεμπεργκ. Μια γυναίκα που κατάφερε να συναρπάσει τόσο πολύ τον Τρικούπη ώστε ο Γεώργιος Σουρής να γράψει στον Ρωμιόότι«επιθυμώ αλήθεια να δω και τον Τρικούπη, που του ΄χει γίνει τώρα ο έρωτας κουνούπι»φυσικά δεν μπορεί να ήταν τυχαία: η βαρόνη είχε μεγάλη γοητεία, ισχυρές πνευματικές και καλλιτεχνικές ανησυχίες αλλά και οξεία πολιτική σκέψη. Και εκείνος μπορούσε να συζητήσει μαζί της τα πάντα...


Δεν είναι τεκμηριωμένο αν ο έρωτας αυτός τελικά εκπληρώθηκε ή παρέμεινε για πάντα πλατωνικός. Το σίγουρο είναι ότι κράτησε για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Δεκαέξι χρόνια αργότερα, στα 1896, τη χρονιά του θανάτου του Τρικούπη που πέθανε σε ένα ξενοδοχείο στις Κάννες, η βαρόνη ήταν δίπλα του. Το... «μυστήριο» της ιστορίας είναι ότι εκεί ήταν και ο βαρόνος σύζυγός της. Και σε όλα τα χρόνια που μεσολάβησαν από την αναχώρηση του ζεύγους Φον Τράουμπεργκ από την Αθήνα λόγω μεταθέσεως του πρέσβη ο Τρικούπης όχι μόνο διέθετε ένα μικρό πολεμικό πλοίο για τις κρουαζιέρες τους τα καλοκαίρια που επέστρεφαν αλλά διατηρούσε και τακτική αλληλογραφία μαζί της περιγράφοντάς της την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα. Και ίσως όχι μόνον, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι η αγαπημένη αδελφή του Χαρίλαου Τρικούπη Σοφία, αν και δεν έριξε στην πυρά τα αντίγραφα των επιστολών αυτών, έλαβε την πρωτοβουλία να κόψει με το ψαλίδι ολόκληρα τμήματά τους προκειμένου να διασώσει την υστεροφημία του αδελφού της από εξομολογήσεις και λόγια που ίσως έκρινε «ανάρμοστα» για έναν μεγάλο ηγέτη.


Εχοντας σπουδάσει Νομικά στο Παρίσι, όπου εκπόνησε διδακτορική διατριβή όχι σχετική με δημόσια θέματα αλλάΠερί γάμου και ειδικώτερον περί προικός, και έχοντας ζήσει στο Λονδίνο την εποχή που ο πατέρας του Σπυρίδων ήταν πρέσβης της Ελλάδος στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Χαρίλαος Τρικούπης είχε μυηθεί από πολύ νωρίς στις απολαύσεις της μεγαλοαστικής κο σμοπολίτικης ζωής μα και στις εξίσου έντονες ανησυχίες της πρωτοπόρας σκέψης της μεταβατικής εποχής του.


Στα χρόνια του Λονδίνου



                            Ο δερμάτινος χαρτοφύλακας του Τρικούπη

Στα χρόνια του Λονδίνου, εκτός από φανατικός αναγνώστης των έργων του Δαρβίνου, ήταν και μέλος στις σημαντικότερες λέσχες της τότε «πρωτεύουσας του κόσμου», ιδρυτικό μάλιστα μέλος στο St. James΄ Club. Εκεί έμαθε να πίνει τσάι, να ντύνεται πάντα άψογα, να αποφεύγει το αλκοόλ αλλά και το κάπνισμα. Και έβλεπε τόσο μπροστά που όταν έβαλε για πρώτη φορά φόρο στον καπνό για να ενισχύσει τα δημόσια έσοδα είπε (έχουν περάσει πάνω από εκατό χρόνια από τότε) ότι αυτό θα κάνει και καλό στην υγεία των Ελλήνων... Πάντως, όπως γράφει η Τρίχα,«ο χαρακτήρας του ήταν συγκεντρωτικός και πείσμων, μερικές φορές υπερεκτιμούσε τις δυνάμεις του και πιο συχνά υπερεκτιμούσε τις δυνάμεις των άλλων. Δεν αναγνώριζε εύκολα τα λάθη του καικυρίωςδεν ανεχόταν κριτική των αποφάσεών του, με αποτέλεσμα στη διάρκεια του πολιτικού του βίου να δυσαρεστήσει αρκετούς από τους υπουργούς του και να έρθει σε ρήξη μαζί τους».

Η απαράμιλλη εργατικότητά του, που υπήρξε καθοριστική για την πορεία της Ελλάδας στα χρόνια των πολλών πρωθυπουργιών του, είχε εκδηλωθεί από τα μαθητικά του χρόνια. Ποτέ όμως δεν τον εμπόδισε να γευθεί τις χαρές της ζωής. Είτε στο Λονδίνο είτε, αργότερα, στην Αθήνα, οι παρέες τον περίμεναν μετά τα μεσάνυχτα για να συζητήσουν μαζί του τα πάντα, ακόμη και τις τάσεις της γυναικείας μόδας, ή για να ακούσουν τα σχόλιά του για τον αιρετικό Ζολά. Και όλα αυτά στο... διάλειμμα της κύριας διασκέδασής του, που δεν ήταν άλλη από τον ατελείωτο χορό με τις κυρίες που τον πολιορκούσαν και συνωστίζονταν για να αστειευτούν μαζί του. Το πιο εντυπωσιακό όμως στοιχείο του χαρακτήρα του ήταν ότι μπορούσε ανά πάσα στιγμή να μεταμορφωθεί σε έναν ολιγόλογο, συγκρατημένο και ψυχρό άνθρωπο που κρατούσε αποστάσεις όπως εκείνες των βρετανών ευγενών δίπλα στους οποίους είχε επί χρόνια θητεύσει. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι δύο από τα συχνότερα αρνητικά σχόλια που ακούγονταν γι΄ αυτόν στην Αθήνα ήταν «Αγγλος» και «μυλόρδος»...


Στην οδό Ακαδημίας



Η Σοφία Τρικούπη στο σαλόνι του σπιτιού της στην οδό Ακαδημίας

Το σπίτι του στην Αθήνα βρισκόταν αρχικά στην Ομόνοια και αργότερα στον αριθμό 54 της οδού Ακαδημίας. Τα καλοκαίρια του, όταν βρισκόταν στην Ελλάδα, τα περνούσε κυρίως στην Αίγινα. Πολύ συχνά όμως τα περνούσε στην Ευρώπη επισκεπτόμενος τις μεγάλες πρωτεύουσες αλλά και με εξίσου μεγάλο ζήλο τα λουτρά του Μαρίενμπαντ στη Δυτική Βοημία. Στο τελευταίο και μόνον ταξίδι του, λίγο πριν από τον θάνατό του, είχε επισκεφθεί περίπου όλη την Ευρώπη: Βενετία, Μόναχο, Βερολίνο, Δρέσδη, Στοκχόλμη, Πράγα, Βιέννη, Βουδαπέστη, Σαράγεβο, Φλωρεντία, Ριβιέρα, Νίκαια, για να καταλήξει και να αφήσει την τελευταία του πνοή στις Κάννες, αφού φυσικά πρώτα είχε περάσει και πάλι για λουτρά από το Μαρίενμπαντ...

Την ώρα του θανάτου του ο ορκισμένος πολιτικός (και όχι μόνον) εχθρός του Δηλιγιάννηςπου σε πολλούς διαφεύγει πως σε νεότερη ηλικία υπήρξε στενός φίλος του Τρικούπη και ότι ίσως είχε και δεσμό με την αδελφή του Σοφία- αρνήθηκε να στείλει πολεμικό σκάφος να παραλάβει τη σορό του λέγοντας ότι τα πλοία του στόλου δεν προορίζονται για τη μεταφορά νεκρών. Οι φίλοι του, με πρώτο τον Ανδρέα Συγγρό, κάλυψαν τα έξοδα για τη μεταφορά στην Αθήνα, όπου, αν και ο Τρικούπης είχε ζητήσει μια απλή κηδεία, αυτή έγινε με τόσο κόσμο που η πρωτεύουσα δεν πρέπει να είχε δει άλλη φορά συγκεντρωμένο- ασφαλώς όχι για κηδεία, πιθανότατα δε και για κανέναν άλλον λόγο.


Ενας από τους χιλιάδες που παρέστησαν ήταν και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο οποίος φέρεται να είπε:«Ακόμη αδυνατώ να συνοικειωθώ προς την ιδέα ότι ο Χαρίλαος Τρικούπης δεν υπάρχει πλέον εν τοις ζώσιν, ότι ο κολοσσός ούτος της πολιτικής κείται νεκρός»,ενώ ο Σουρής υποκλινόταν και τον αποχαιρετούσε με τον δικό του τρόπο: «Δυο πήχες κάσσα μοναχά, σε χόρεσε και σένα, τον γίγαντα ωιμένα»...


Ο παπαγάλος της Σοφίας Τρικούπη που είχε μάθει να φωνάζει «Ζήτω ο Τρικούπης» και «μασκαρά»



Ο Τρικούπης στο Παρίσι από τον εκεί φωτογράφο Σόλωνα Βάθη

Oil painting of the Greek Parliament, at the end of the 19th century, by N. Orlof.jpg


Το γραφείο του Χ. Τρικούπη.Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Αθήνα

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Oι πατατοφάγοι , του Βίνσεντ Βαν Γκογκ

Η πατάτα γίνεται η κυριότερη  τροφή των φτωχών πληθυσμών κατα την διάρκεια της Βιομηχανικής Επανάστασης καθώς η καλλιέργεια της γενικεύεται κατά την διάρκεια του  19 αιώνα.
Ο Βαν Γκογκ θεωρεί αυτό τον πίνακα τον καλύτερο του. 

Οι πατατοφάγοι (1885) θεωρούνται η σύνοψη των καλλιτεχνικών σπουδών του Βαν Γκογκ. Εξωτερικεύει τα κοινωνικά του συναισθήματα με μεγάλη δύναμη κι ένταση. Τα χέρια των αγροτών έχουν αποδοθεί με συγκινητική απλότητα: έχουν το ίδιο χρώμα και συνοχή, όπως οι πατάτες που έχουν σκάψει από τη γη. Οι φαινομενικά τυχαίες πινελιές είναι στην πραγματικότητα αποτυπωμένες με ακρίβεια και φειδώ. Μέσα στο σκοτάδι του δωματίου, η λάμπα και τα μόλις ορατά δοκάρια του ταβανιού αυξάνουν την αίσθηση της θρησκευτικότητας. Το σκηνικό θυμίζει στο θεατή το σκοτάδι ενός καθεδρικού ναού. Το πρόσωπο της αγρότισσας αποδίδεται με ένα φειδωλό, απαλό κοντράστ. Στο φόντο, οι ανοιχτές, λεπτές πινελιές βοηθούν τη φιγούρα να φανεί προφίλ πάνω στο σκούρο φόντο. Η ασυμβίβαστη απεικόνιση αυτών των χαρακτήρων μαρτυρά την επιθυμία του Βαν Γκογκ να δημιουργήσει μια πραγματική εικόνα αγροτών ζωγραφίζοντάς τους μέσα στην τραχύτητα τους, παρά αποδίδοντας τους μια συμβατική γοητεία.
Είναι ο ιδανικός ζωγράφος της αγροτικής ζωής: αισθανόταν μεγάλη αλληλεγγύη για τους φτωχούς, των οποίων η ζωή, όπως και η δική του, ήταν γεμάτη πόνο. Το τραπέζι μετατρέπεται σε βωμό και το φαΐ σε θεία κοινωνία που μοιράζονται οι αγρότες. Το μοίρασμα του φαγητού και του ποτού τονίζει ακόμα περισσότερο το θέμα της πνευματικής μεταλήψεως. Το φως στα αντικείμενα του δωματίου είναι το ίδιο με το φως που είδε ο Βίνσεντ στα ορυχεία, ενώ το σκοτάδι έχει μια φυσική πυκνότητα.


(από την πολύ καλή σελίδα http://www.artmag.gr)